λόχους

λόχους
λόχος
ambush
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λοχούς — λοχοῡς, ἡ (Α) η λεχώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γεν. λοχοῡς τού τ. λοχώ*] …   Dictionary of Greek

  • λοχοῦς — λοχέος masc acc pl (attic epic doric) λοχέος masc nom sg (attic epic doric) λοχώ fem nom/voc pl λοχώ fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοχίζω — (Α) [λόχος] 1. ενεδρεύω, παραφυλάω 2. τοποθετώ κάποιον ως φύλακα σε ενέδρα («δείσας μὴ κυκλωθῇ λοχίζει ἐς ὁδόν τινα κοίλην και λοχμώδη ὁπλίτας», Θουκ.) 3. περιβάλλω με ενέδρες, περικυκλώνω κάποιο μέρος με άνδρες που ενεδρεύουν («λελοχισμένον… …   Dictionary of Greek

  • CATALOCHISMUS — Graece Καταλοχισμὸς, liber dictus est τῆς γενικῆς γραφῆς, h. e. in quo descripta erant singularum familiarum et omnium inde descendentium nomina. Apud Esdram, l. 1. c. 4. καὶ τούτων ζηθηθείσης τῆς γενικῆς γραφῆς εν τῷ καταλοχισμῷ, καὶ μὴ… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • καταλοχίζω — (Α) 1. κατανέμω, κατατάσσω σε λόχους 2. κατανέμω σε τάξεις, σε ομάδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + λοχίζω «κατατάσσω σε λόχους» (< λόχος)] …   Dictionary of Greek

  • συλλοχία — ἡ, Α 1. άθροισμα στρατιωτών, συντεταγμένων σε αλλεπάλληλους λόχους 2. διαχωρισμός τών στρατιωτών κατά λόχους. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + λόχος + κατάλ. ία] …   Dictionary of Greek

  • συλλοχισμός — ὁ, Α [συλλοχίζω] 1. σύνταξη στρατεύματος κατά λόχους 2. απογραφή σε κατάλογο κατά λόχους …   Dictionary of Greek

  • Πανεπιστημιακή Φάλαγγα — Στην επανάσταση του 1862, η σύγκλητος του πανεπιστημίου της Αθήνας, αποφάσισε να οργανώσει σε στρατιωτικό σώμα τους φοιτητές, με σκοπό να τους αντιτάξει σε τυχόν απόπειρες βιαιοπραγιών. Μέσα σε 6 ημέρες, 600 οπλίτες φοιτητές, χωρισμένοι σε 5… …   Dictionary of Greek

  • Φλωρεντία — (Firenze). Πόλη (351.600 κάτ. το 2003) της Ιταλίας, στον Άρvo, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (1.192.193 κάτ., 3.880 τ. χλμ.) και της Τοσκάνης. Η Φ., ρωμαϊκό οχυρό που χτίστηκε στους πρόποδες του ετρουσκικού Φιέζολε, αναπτύχθηκε τον 11o αι.,… …   Dictionary of Greek

  • Экселигма —    • Έξελιγμός.          В греческом войске гоплитов (фаланге) в первых рядах стояли лучшие воины; чем больше назад, тем они были слабее и имели назначение не столько сражаться, сколько усиливать натиском толчок фаланга. Поэтому в случае, когда… …   Реальный словарь классических древностей

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”